Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερσόφως — ὑπέρσοφος exceedingly wise adverbial ὑπέρσοφος exceedingly wise masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρσοφος — η, ο / ὑπέρσοφος, ον, ΝΜΑ [σοφός] πάρα πολύ σοφός, πάνσοφος. επίρρ... ὑπερσόφως Μ με υπέρσοφο τρόπο … Dictionary of Greek